- παν-αιγλήεις
παν-αιγλήεις, εσσα, εν, ganz glänzend, strahlend, κῆπος, Byz. anath. 33 (IX, 806).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-αιγλήεις, εσσα, εν, ganz glänzend, strahlend, κῆπος, Byz. anath. 33 (IX, 806).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παναιγλήεις — παναιγλήεις, εσσα, εν (Α) αυτός που φωτίζεται λαμπρά, φωτεινότατος, ολόλαμπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αἰγλήεις (< αἴγλη)] … Dictionary of Greek