- παν-αισχής
παν-αισχής, ές, = Folgdm, Arist. Eth. 1, 8, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-αισχής, ές, = Folgdm, Arist. Eth. 1, 8, 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παναίσχης — παναίσχης, ες (Α) πάρα πολύ άσχημος, εντελώς δύσμορφος, ασχημότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αισχής (< αἶσχος)] … Dictionary of Greek