παν-αγρεύς

παν-αγρεύς

παν-αγρεύς, , der Alles Fangende, κανϑὸς φυλάκων, Paul. Sil. 1 (V, 219).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αγρεύς — Προσωνύμιο του Απόλλωνα σχετικό προς το κυνήγι (άγρα). Επώνυμο επίσης και του Αρισταίου, γιου του Απόλλωνα, του Βάκχου και του Ποσειδώνα. Στην Αττική, Α. ονομαζόταν o Παν, ως θεός των αγρών. * * * ἀγρεύς ( έως), ο (Α) ο κυνηγός, και ως επίθετο… …   Dictionary of Greek

  • παναγρεύς — παναγρεύς, έως, ὁ (Α) αυτός που συλλαμβάνει κατά την άγρα οτιδήποτε, αυτός που αγρεύει τα πάντα, πανάγρετος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀγρεύς (< ἄγρα «κυνήγι»)] …   Dictionary of Greek

  • ПАН —    • Pan,          Πάν, сын Гермеса и дочери Дриопа (Hom. hymn. 19, 34), или Зевса и аркадской нимфы Каллисто, или Зевса (или Гермеса) и Пенелопы, аркадский бог лесов и рощ (его имя происходит, вероятно, от πάω пасу). Он родился с рогами,… …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”