παν-δόκος

παν-δόκος

παν-δόκος (so richtiger als πάνδοκος accentuirt), Alles in sich aufnehmend, allumfassend; ἄλσος, Pind. Ol. 3, 18; ναός, P. 8, 64; πανδόκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον, von der Unterwelt, Aesch. Spt. 842; bes. alle Fremden aufnehmend u. bewirthend, ξενίαις πανδόκοις, Pind. Ol. 4, 17; ἐν δόμοισι πανδόκοις ξένων, Aesch. Ch. 651; ξενόστασις, Soph. frg. 258; vgl. Poll. 9, 50 u. πανδόχος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεηδόκος — θεηδόκος, ή (Α) (για τη Μαρία από τη Βηθανία, αδελφή τής Μάρθας και τού Λαζάρου) η οικοδέσποινα που φιλοξένησε, που δέχθηκε τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεη (βλ. θεο ) + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ικετα δόκος, παν δόκος] …   Dictionary of Greek

  • πάνδοκος — και πανδόκος και πάνδοχος και πανδόχος, ον, Α 1. (για το πορθμείο τού Χάρωνος) αυτός που δέχεται όλους, κοινός για όλους 2. επίθετο τών ιερών τόπων τής Ήλιδος και τών Δελφών (α. «πανδόκῳ ἄλσει», Πίνδ. β. «ἐν δόμοισι πανδόκοις ξένων», Αισχύλ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”