- παν-δόχος
παν-δόχος, spätere schlechtere Form für πανδόκος nach den Atticisten, vgl. Lob. Phryn. 307; wird auch πάνδοχος accentuirt, Schol. Lycophr. 655.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-δόχος, spätere schlechtere Form für πανδόκος nach den Atticisten, vgl. Lob. Phryn. 307; wird auch πάνδοχος accentuirt, Schol. Lycophr. 655.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάνδοκος — και πανδόκος και πάνδοχος και πανδόχος, ον, Α 1. (για το πορθμείο τού Χάρωνος) αυτός που δέχεται όλους, κοινός για όλους 2. επίθετο τών ιερών τόπων τής Ήλιδος και τών Δελφών (α. «πανδόκῳ ἄλσει», Πίνδ. β. «ἐν δόμοισι πανδόκοις ξένων», Αισχύλ.).… … Dictionary of Greek