- παν-είκελος
παν-είκελος, ganz, sehr ähnlich, τινί, Ep. ad. 31 (XII, 156); Opp. Cyn. 1, 433 u. a. sp. D., wie Maneth. 1, 190.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-είκελος, ganz, sehr ähnlich, τινί, Ep. ad. 31 (XII, 156); Opp. Cyn. 1, 433 u. a. sp. D., wie Maneth. 1, 190.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανείκελος — ον, Α 1. ο εντελώς όμοιος με κάποιον, πανόμοιος 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πανείκελον με εντελώς όμοιο τρόπο, πανόμοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εἴκελος «όμοιος» (πρβλ. θεο είκελος)] … Dictionary of Greek