- ἰσο-περί-μετρος
ἰσο-περί-μετρος, dasselbe, Synes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰσο-περί-μετρος, dasselbe, Synes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισόμετρος — η, ο (ΑΜ ἰσόμετρος, ον) 1. ίσος κατά το μέτρο με κάποιον άλλο 2. σύμμετρος, συμμετρικός, αναλογικός μσν. αυτός που έχει ακριβείς διαστάσεις (μσν. αρχ.) ισομήκης, ισομεγέθης («ἐπιστολὴν ἰσόμετρον καὶ ἰσοδύναμον», Ευστ.) αρχ. αυτός που έχει το ίδιο … Dictionary of Greek