- ἔφ-αλμος
ἔφ-αλμος, in Salzwasser, ἅλμη, eingelegt, marinirt, βρώματα Plut. Symp. 6, 2, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἔφ-αλμος, in Salzwasser, ἅλμη, eingelegt, marinirt, βρώματα Plut. Symp. 6, 2, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Ἄλμος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άλμος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Σίσυφου και αδελφός του Γλαύκου, του Ορνυτίωνα και του Θέρσανδρου. Βασίλεψε στην Ανδρηίδα, μέρος της Βοιωτίας που του παραχώρησε o βασιλιάς του Ορχομενού Ετεοκλής. Διάδοχός του ήταν ο Φλεγύας, γιος της θυγατέρας του… … Dictionary of Greek
Ὦλμος — Ἄλμος , Ἄλμος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄλμον — Ἄλμος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄλμου — Ἄλμος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄλμων — Ἄλμος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄλμῳ — Ἄλμος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἅλμον — Ἅλμος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύφαλμος — ον, Α ο κάπως αλμυρός, υφάλμυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + αλμος (< ἅλμη), πρβλ. ἔφ αλμος, σύν αλμος] … Dictionary of Greek
σύναλμος — ον, Α αυτός που είναι μαζί με άλλον μέσα σε άλμη, ο αλμυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αλμος (< ἅλμη), πρβλ. ύφ αλμος] … Dictionary of Greek
Алм — (Альм, др. греч. Ἅλμος) персонаж древнегреческой мифологии. Сын Сизифа[1]. Прибыл на поселение в Орхомен, царь Этеокл дал ему небольшую область, поселок Альмоны, который позже стал называться Ольмоны[2]. Его дочери Хрисогения (бабушка… … Википедия