- ἑξακοσιοστός
ἑξακοσιοστός, der sechshundertste, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑξακοσιοστός, der sechshundertste, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εξακοσιοστός — ή, ό (AM ἑξακοσιοστός, ή, όν) [εξακόσιοι] (τακτ. αριθμ.) 1. αυτός που στην αριθμητική σειρά έχει τη θέση η οποία αντιστοιχεί στον αριθμό εξακόσια 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑξακοσιοστό(ν) το ένα από τα εξακόσια ίσα μέρη στα οποία διαιρείται ένα σύνολο … Dictionary of Greek
εξακοσιοστός — ή, ό αριθμ. τακτ. 1. που έχει σε αριθμητική σειρά τον αριθμό εξακόσια. 2. το ουδ. ως ουσ., εξακοσιοστό το ένα από τα εξακόσια ίσα μέρη, στα οποία διαιρέθηκε κάτι, το 1/600 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑξακοσιοστόν — ἑξακοσιοστός six hundredth masc acc sg ἑξακοσιοστός six hundredth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξακοσιοστοῦ — ἑξακοσιοστός six hundredth masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξακοσιοστῷ — ἑξακοσιοστός six hundredth masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Griechische Zahlwörter — Griechische Zahlwörter, die zumeist über das Lateinische aus dem Altgriechischen vermittelt wurden, sind wie Präpositionen Wortbestandteil vieler deutscher und internationaler Fach und Lehnwörter. Zur Zahlenschreibung der antiken Griechen siehe… … Deutsch Wikipedia
ՎԵՑՀԱՐԻՒՐՈՐԴ — (ի.) NBH 2 0818 Chronological Sequence: Early classical ա. ἐξακοσιοστός sexcentesimus. Վերջինն վեցհարիւր թուոց. ... *Յամին վեցհարիւրորդի կենացն նոյի: Ի վեց հարիւրորդի եւ ʼի միում ամի կենաց նոյն. Ծն. ՟Ե. 11: ՟Ը. 13 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
(ε)ξακόσ(ι)α — άκλ., αριθμ. απόλ. (600) 1. ποσότητα έξι εκατοντάδων (ή εξακοσίων μονάδων). 2. σε χρονολογίες ισοδυναμεί με το τακτ. αριθμ. εξακοσιοστός: Στα εξακόσια π.Χ. (στο εξακοσιοστό έτος π.Χ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)