- ὑπο-κλύω
ὑπο-κλύω (s. κλύω), heimlich od. unter der Hand hören, aus Jemandes Munde hören; ὑπέκλυες ἐμεῖο Ap. Rh. 3, 477; Qu. Sm. 1, 509.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-κλύω (s. κλύω), heimlich od. unter der Hand hören, aus Jemandes Munde hören; ὑπέκλυες ἐμεῖο Ap. Rh. 3, 477; Qu. Sm. 1, 509.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… … Dictionary of Greek