- ὑπο-στύφω
ὑπο-στύφω, etwas zusammenziehend od. sauer sein, einen zusammenziehenden Geschmack geben od. haben; οὖλα Nic. Al. 17; Diosc.; ὑποστῠφον ἥδυσμα (v. l. ὑπόστυφον) Plut. Ant. 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-στύφω, etwas zusammenziehend od. sauer sein, einen zusammenziehenden Geschmack geben od. haben; οὖλα Nic. Al. 17; Diosc.; ὑποστῠφον ἥδυσμα (v. l. ὑπόστυφον) Plut. Ant. 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προϋποστυφή — ἡ, Α 1. η προπαρασκευή τού μαλλιού με στυπτικές ουσίες πριν από τη βαφή 2. μτφ. η επίπονη προετοιμασία, που θυμίζει τη διαδικασία συστολής τών μαλλιών πριν από τη βαφή με στυπτικές ουσίες («οἱ πόνοι προϋποστιφαί τινες τοῑς παισίν εἰσι... ἀρετῆς» … Dictionary of Greek