- ἐξ-ῑνιάζω
ἐξ-ῑνιάζω u. ἐξ-ῑνίζω, die Sehnen herausnehmen, Galen.; ἐγκέφαλοι ἐξινιασϑέντες Ath. IX, 406 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξ-ῑνιάζω u. ἐξ-ῑνίζω, die Sehnen herausnehmen, Galen.; ἐγκέφαλοι ἐξινιασϑέντες Ath. IX, 406 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εξινιάζω — ἐξινιάζω (Α) βγάζω, αφαιρώ τις ίνες («ἐγκεφάλους ὀρνίθων τε καὶ χοίρων ἐφθοὺς σφόδρα ἐξινιασθέντας», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ινιάζω (< ις, ινός, «ίνα»)] … Dictionary of Greek