- ἐν-αιμώδης
ἐν-αιμώδης, ες, blutartig, Antiph. bei Poll. 2, 215.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-αιμώδης, ες, blutartig, Antiph. bei Poll. 2, 215.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αιμώδης — αἱμώδης, ες (Α) [αἷμα] 1. κόκκινος σαν αίμα, αιματώδης 2. αυτός που υποφέρει από αιμωδία … Dictionary of Greek
αἱμῶδες — αἱμώδης bloody masc/fem voc sg αἱμώδης bloody neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμώδεα — αἱμώδης bloody neut nom/voc/acc pl (epic ionic) αἱμώδης bloody masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)