ἐπι-βατεύω

ἐπι-βατεύω

ἐπι-βατεύω, ein ἐπιβάτης sein, als Reisender od. Seesoldat auf einem Schiffe sein, vgl. Schol. Ar. Ran. 48; ἐπὶ πασέων τῶν νεῶν ἐπεβάτευον Πέρσαι Her. 7, 96; ἐφ' ᾗ (νηΐ, v. l. ἠς) ἐπεβάτευε Plat. Lach. 183 d; νεώς Luc. Paras. 46. – Auf Etwas treten, darauf fußen, τοῦ Σμέρδιος οὐνόματος, sich auf den Namen stützen, ihn zum Vorwande brauchen, Her. 3, 63. 67, vgl. 9, 95; Sp., wie τῆς ἡγεμονίας ἐπιβεβατευκέναι D. Cass. 79, 7; – hinaufsteigen, betreten, τῶν βασιλείων τοῦ Διός Luc. Contempl. 2; Συρίας, in Syrien eindringen, um es einzunehmen, Plut. Anton. 28; bei Ar. Ran. 48 Κλεισϑένει, obscön, wie ein Schiff besteigen, wie bespringen von Thieren, Schol. ibd.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επιβατεύω — ἐπιβατεύω (AM) 1. εισβάλλω, καταλαμβάνω 2. σφετερίζομαι 3. μετέχω («ψυχὴ τοῡ γηΐνου... ἐπιβατεύουσα») 4. είμαι επιβάτης πλοίου 5. ιππεύω μσν. πατώ αρχ. 1. στηρίζομαι σε κάποιον, εμπιστεύομαι κάποιον 2. βατεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βατεύω… …   Dictionary of Greek

  • βαίνω — (AM βαίνω) προχωρώ νεοελλ. εξελίσσομαι, φέρομαι («βαίνει προς βελτίωσιν») αρχ. μσν. βαδίζω, περπατώ μσν. 1. περνώ, διαβαίνω 2. προπορεύομαι αρχ. Ι. 1. ανεβαίνω («ἐπὶ νηός ἔβαινεν», «ἐφ ἵππων βάντες», «ἐπί πῶλον βεβῶσα», «βήσασθαι δίφρον») 2.… …   Dictionary of Greek

  • επαναβαίνω — ἐπαναβαίνω και ποιητ. τ. ἐπαμβαίνω (AM) [βαίνω] 1. ανεβαίνω πάνω σε κάτι («κἄπειτ ἐπαναβὰς ἐπὶ τὸ φροντιστήριον τὸ τέγγος κατάσκαπτ », Αριοτοφ.) 2. (για αξίωμα) προάγομαι, προβιβάζομαι («εἰς τὰς τῶν ταξιάρχων χώρας ἐπαναβήσεσθαι», Ξεν.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • επιθόρνυμαι — ἐπιθόρνυμαι (Α) εκσπερματίζω, οχεύω, βατεύω (συν. για άρρενα ζώα). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θόρνυμαι «ορμώ, πηδώ»] …   Dictionary of Greek

  • επιπηδώ — ἐπιπηδῶ, άω (AM) πηδώ πάνω σε κάποιον, εφορμώ («ἐπιρρύξας ἀγρίως αὐτοῑς ἐπιπηδᾷς», Αριστοφ.) μσν. πηδώ, χοροπηδώ αρχ. 1. μτφ. πηδώ πάνω ή πέρα από κάτι («ἐπιπηδᾱν τῷ λόγῳ», Πλούτ.) 2. πηδώ κατεπάνω («ἐπιπηδᾱν ἐπὶ τὴν τιμωρίαν», Ιώσ.) 3. (για αρσ …   Dictionary of Greek

  • εποχεύω — ἐποχεύω (Α) 1. (για αρσενικό) βατεύω, οχεύω, πηδώ. 2. (για υγρό) ανακατώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οχεύω «επιβαίνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”