- ἀν-από-λυτος
ἀν-από-λυτος, nicht aufgelös't, unauflöslich, Arist. B. A. 8, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-από-λυτος, nicht aufgelös't, unauflöslich, Arist. B. A. 8, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυτός — ή, ό (AM λυτός, ή, όν) [λύω] νεοελλ. 1. ελεύθερος από δεσμά, λυμένος 2. φρ. «βάζω λυτούς και δεμένους» καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια, χρησιμοποιώ όλα τα μέσα μσν. απαλλαγμένος από καταδίκη, δέσμευση ή υποχρέωση αρχ. 1. αυτός που μπορεί να… … Dictionary of Greek
λυτός — ή, ό ο λυμένος, ο ελεύθερος από δεσμά: Τα λυτά μαλλιά της έπεφταν στους ώμους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιππόλυτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της αμαζόνας Αντιόπης ή Ιππολύτης, ήρωας που θεοποιήθηκε στην Τροιζήνα, όπου τον ανέθρεψε ο παππούς του Πιτθέας. Ζούσε λατρεύοντας την Άρτεμη και κυνηγώντας. Η Αφροδίτη όμως ζήλεψε και έκανε τη… … Dictionary of Greek
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek
Κ, κ — Το δέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό kaph (= φοίνικας, παλάμη), το οποίο γραφόταν . Οι Έλληνες έγραφαν το κ σχεδόν αμετάβλητο ως , έως τους κλασικούς χρόνους, οπότε επικράτησε η γραφή Κ. Το παλαιότερο ελληνικό… … Dictionary of Greek
άδετος — η, ο (Α ἄδετος, ον) [δέω, δένω] αυτός που δεν έχει μπει σε δεσμά, λυτός, ελεύθερος νεοελλ. 1. (για βιβλία) άρραφος, που δεν βιβλιοδετήθηκε, ο μη σταχωμένος 2. (για πολύτιμους λίθους) που δεν προσαρμόστηκε σε κόσμημα 3. (για καρπούς) που δεν… … Dictionary of Greek
-τικός — παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία αποτελεί άλλη μορφή τής κατάληξης ικός (για την προέλευση και τις χρήσεις, βλ. λ. ικός) που απαντούσε αρχικά σε επίθετα παράγωγα τών ονομάτων σε της* και τών ρηματικών επιθέτων … Dictionary of Greek
άλυτος — η, ον (AM ἄλυτος, ον) 1. γεν. αυτός που δεν λύθηκε ή δεν μπορεί να λυθεί 2. άρρηκτος, αδιάσπαστος, στέρεος 3. συνεχής, αδιάκοπος, ακατάλυτος και (στα μσν.) αιώνιος 4. ο μη χαλαρωμένος, ο αχαλάρωτος νεοελλ. αρχ. αυτός τού οποίου δεν βρέθηκε η λύση … Dictionary of Greek
εύλυτος — η, ο (ΑΜ εὔλυτος, ον) 1. αυτός που λύνεται εύκολα («εὔλυτοι ὑποδέσεις», Διόδ. Σικ.) 2. μτφ. αυτός τού οποίου η λύση βρίσκεται εύκολα («εύλυτο αίνιγμα») αρχ. 1. εύκολος στη μετακίνηση, στη χρήση, εύστροφος («θύραι στροφὰς ἔχουσαι εὐλύτους», Διόδ.) … Dictionary of Greek
ξέμπλεκος — η, ο αυτός που δεν είναι μπλεγμένος, λυτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ξεμπλέκω] … Dictionary of Greek
ξέπλεκος — και ξέπλεγος, η, ο 1. (συν. για μαλλιά) ξεπλεγμένος, λυτός 2. αυτός που έχει τα μαλλιά του λυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρ. σχηματισμός από το ρ. ξεπλέκω] … Dictionary of Greek