ἀει-σέβαστος

ἀει-σέβαστος

ἀει-σέβαστος, semper augustus, Herod. epim.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αεισέβαστος — ἀεισέβαστος, ον (AM) ο πάντοτε σεβαστός (απόδοση τού λατ. semper Augustus) η λέξη απαντά σε επιγραφές ως τιμητικό επίθετο τών νεκρών αυτοκρατόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + σεβαστὸς < σεβάζομαι] …   Dictionary of Greek

  • πανσέβαστος — ον, Μ πανσεβάσμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σεβαστός (πρβλ. αει σέβαστος)] …   Dictionary of Greek

  • πολυζήλωτος — και δωρ. τ. πολυζάλωτος, ον, Α 1. πολύ σεβαστός («καί μοι πολυζήλωτος ἀεὶ σὺν θεοῖσι φοιτᾷ», Ευρ.) 2. πολυθαύμαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ζηλωτός (< ζηλῶ), πρβλ. αξιο ζήλωτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”