θέτης

θέτης

θέτης, , der Setzende, Bestimmende, εἰ μέλλει κύριος εἶναι ὀνομάτων ϑέτης, Namengeber, Plat. Crat. 389 d. – Der Etwas verpfändet, Is. 10, 24; Harpocr. ὁ ὑποϑήκην τεϑεικώς. – Der Adoptirende, ὁ εἰςποιησάμενος ϑετούς τινας, B. A. 264 u. Phot.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θέτης — θέτης, ὁ, θηλ. θέτις (ΑΜ) [τίθημι] αυτός που υιοθετεί, που αναγνωρίζει ξένο παιδί ως δικό του αρχ. 1. αυτός που ορίζει κάτι («θέτης ὀνόματος» ο ονοματοθέτης) 2. αυτός που υποθηκεύει, που βάζει ενέχυρο …   Dictionary of Greek

  • θέτης — one who places masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θετῶν — θέτης one who places masc gen pl θετός placed fem gen pl θετός placed masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέτην — θέτης one who places masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέτου — θέτης one who places masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέτω — θέτης one who places masc gen sg (attic epic ionic) τίθημι p aor imperat act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσμοθέτης — ο, θηλ. θεσμοθέτις, ιδος (ΑΜ θεσμοθέτης, θηλ. θεσμοθέτις) αυτός που εισάγει και καθιερώνει θεσμούς ή που συντάσσει νόμους και επιβάλλει την τήρηση τους αρχ. 1. (το αρσ. πληθ.) οἱ θεσμοθέται οι έξι από τους εννέα ενιαυσιους άρχοντες τής αρχαίας… …   Dictionary of Greek

  • θέτ' — θέτα , θέτης one who places masc voc sg θέτα , θέτης one who places masc nom sg (epic) θέται , θέτης one who places masc nom/voc pl θέτᾱͅ , θέτης one who places masc dat sg (doric aeolic) θέτε , τίθημι p aor imperat act 2nd pl θέται , τίθημι p… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θημωνοθετώ — θημωνοθετῶ, έω (Α) τοποθετώ σε σωρό, θημωνιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θημών + θετώ (< θέτης < τίθημι), πρβλ. αγωνο θέτης, θεσμο θέτης] …   Dictionary of Greek

  • ιεροθέτης — ἱεροθέτης, ὁ (Μ) αυτός που όριζε τις ιερές τελετές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + θέτης (< τίθημι), πρβλ. δικαιο θέτης, παλαιο θέτης] …   Dictionary of Greek

  • κοσμοθέτης — κοσμοθέτης, ὁ (Α) ο κυβερνήτης τού κόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + θέτης (< τίθημι), πρβλ. αθλο θέτης, νομο θέτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”