- μοχλίσκος
μοχλίσκος, ὁ, = Vorigem, Ar. frg. 405.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοχλίσκος, ὁ, = Vorigem, Ar. frg. 405.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοχλίσκος — μοχλίσκος, ὁ (Α) [μοχλός] υποκορ. τού μοχλός … Dictionary of Greek
μοχλίσκοι — μοχλίσκος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχλίσκον — μοχλίσκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχλίσκῳ — μοχλίσκος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… … Dictionary of Greek