μουσό-ληπτος

μουσό-ληπτος

μουσό-ληπτος, von den Musen ergriffen, begeistert, Plut. de virt. mor. 12 E.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μητρόληπτος — μητρόληπτος, ον (Α) αυτός που κατέχεται ή εμπνέεται από το πνεύμα τής μητέρας τών θεών Ρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + ληπτός (< ληπτός < λαμβάνω), πρβλ. δορί ληπτος, μουσό ληπτος] …   Dictionary of Greek

  • φιμόληπτος — ον, Μ φιμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιμός + ληπτος (< ληπτός < λαμβάνω), πρβλ. θεό ληπτος, μουσό ληπτος] …   Dictionary of Greek

  • Πανόληπτος — ον, Α αυτός που κατέχεται από τον θεό Πάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πάν, Πανός + ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. μουσό ληπτος] …   Dictionary of Greek

  • νυμφόληπτος — η, ο (Α νυμφόληπτος, η, ον) 1. αυτός που το σώμα του και κυρίως η ψυχή και το πνεύμα του κυριεύθηκε από τις Νύμφες 2. μτφ. εμπνευσμένος, ενθουσιώδης, μανιώδης, γεμάτος ενθουσιαμό που προέρχεται από το ότι οι Νύμφες έχουν κυριεύσει το μυαλό του.… …   Dictionary of Greek

  • πυθόληπτος — ον, Α αυτός που έχει καταληφθεί από πυθική μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πυθώ + ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. μουσό ληπτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”