- βαρυ-ηκοΐα
βαρυ-ηκοΐα, ἡ, Schwerhörigkeit, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαρυ-ηκοΐα, ἡ, Schwerhörigkeit, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακήκοια — κακήκοια, ἡ (Α) το να ακούει κάποιος προσεκτικά κακολογίες ή συκοφαντίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί *κακηκοΐα (< κακ(ο) * + ηκοΐα (< ηκοος < ἀκούω), πρβλ. αμβλυ ηκοΐα, βαρυ ηκοΐα] … Dictionary of Greek