εὐ-άγων

εὐ-άγων

εὐ-άγων, ωνος, τιμά, durch Kampf verherrlicht, Pind. N. 10, 38.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἁγών — ἀγών , ἀγών gathering masc nom/voc sg ἐγών , ἐγώ I at least masc/fem nom/voc 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγών — gathering masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγῶν' — ἀγῶνα , ἀγών gathering masc acc sg ἀγῶνι , ἀγών gathering masc dat sg ἀγῶνε , ἀγών gathering masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγών — Θεός των αρχαίων Ελλήνων. Οι αρχαίοι είχαν προσωποποιήσει τους αθλητικούς αγώνες και τους παρίσταναν με διάφορες μορφές. Με την έννοια αυτή, ο θεός Α. ήταν προστάτης των αθλητικών συναντήσεων και οι απεικονίσεις του ποίκιλλαν ανάλογα με τα… …   Dictionary of Greek

  • ἀγῶν — ἄγη wonder fem gen pl ἄγος any matter of religious awe neut gen pl (attic epic doric) ἀγάω pres part act masc voc sg ἀγάω pres part act neut nom/voc/acc sg ἀγάω pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ἀγάω pres part act masc nom sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγων — ἄγω lead pres part act masc nom sg ἄ̱γων , ἀγάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἄ̱γων , ἀγάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀγάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἀγάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'γών — ἀγών , ἀγών gathering masc nom/voc sg ἐγών , ἐγώ I at least masc/fem nom/voc 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀγών — ἀγών , ἀγών gathering masc nom/voc sg ἐγών , ἐγώ I at least masc/fem nom/voc 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγῶνα — ἀγών gathering masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγῶνας — Ἀγών masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγῶνας — ἀγών gathering masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”