κλῑνη-φόρος

κλῑνη-φόρος

κλῑνη-φόρος, Betten oder Sänften tragend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλινηφόρος — κλινηφόρος, ον (Μ) αυτός που βαστάζει κλινοειδές κάθισμα, ανάκλιντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + φόρος (< φέρω), πρβλ. ζωη φόρος, λογχη φόρος] …   Dictionary of Greek

  • κλινοφόρος — κλινοφόρος, ον (Α) κλινηφόρος*, αυτός που είναι φορτωμένος, που κουβαλάει κρεβάτι («κλινοφόροι ἡμίονοι», Θεοφ. Σιμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + φόρος (< φέρω), πρβλ. στεφανη φόρος] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • οκτώφορος — ὀκτώφορος και ὀκτάφορος, ον (Α) 1. (για φορητή κλίνη ή για φορείο ασθενών) αυτός που μεταφέρεται από οκτώ 2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ ὀκτώφορος και τὸ ὀκτώφορον είδος φορείου ή οχήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ* + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • παστοφόρος — ον, Α 1. αυτός που μεταφέρει τον παστό, δηλ. το ξόανο θεού 2. (για την Αφροδίτη) αυτή που επαγρυπνεί πάνω από τη νυφική κλίνη 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ παστοφόροι οι Αιγύπτιοι ιερείς που μετέφεραν κατά τις πομπές τής Ίσιδος και τού Σεράπιδος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”