κλῑμακίς

κλῑμακίς

κλῑμακίς, ίδος, ἡ, dim. von κλῖμαξ, kleine Leiter oder Treppe, Pol. 5, 97, 10; bes. am Schiffe, αἱ τῶν πλοίων ἀποβάϑραι B. A. 272, 18; Att. geew. – Bei Plut. discr. adul. et amic. 5 Frauen, welche auf ihren Rücken die Königinn in den Wagen steigen ließen. Vgl. κολακίς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλιμακίς — small ladder fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμακίδα — κλιμακίς small ladder fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμακίδας — κλιμακίς small ladder fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμακίδες — κλιμακίς small ladder fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμακίδι — κλιμακίς small ladder fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμακίδος — κλιμακίς small ladder fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμακίδα — η (Α κλιμακίς, ίδος) 1. μικρή σκάλα, σκαλίτσα («προσθεὶς τὰς κλιμακίδας τοῖς τείχεσι κατεπείραζε τῆς πόλεως», Πολ.) 2. η κλίμακα πλοίου η οποία οδηγεί στο κύτος ή στην αποβάθρα αρχ. 1. (ως σκωπτικό επίθ.) γυναίκα η οποία σκύβοντας έβαζε την πλάτη …   Dictionary of Greek

  • κόλακας — ο (AM κόλαξ Α θηλ. κολακίς ίδος) αυτός που επαινεί ή περιποιείται με υπερβολική φιλοφροσύνη κάποιον, συνήθως ανώτερό του, για να κερδίσει τη συμπάθεια και την εύνοιά του για προσωπικό όφελος, γαλίφης, γλείφτης (α. «κρεῖττον εἰς χεῖρας κοράκων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”