- κλῑμακηδόν
κλῑμακηδόν, stufenweis, auch = nach Art einer Treppe, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλῑμακηδόν, stufenweis, auch = nach Art einer Treppe, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλιμακηδόν — like a ladder indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακηδόν — (AM κλιμακηδόν) επίρρ. κατά κλιμακωτό τρόπο, βαθμηδόν («ὁδόν παρεσκευάσατο καὶ κλιμακηδὸν ἄνεισιν», Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, ακος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν, που δηλώνει τρόπο (πρβλ. βαθμη ηδόν, σωρ ηδόν)] … Dictionary of Greek
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek