- κοινο-λεχής
κοινο-λεχής, ές, = κοινόλεκτρος; Soph. El. 97, vom Aegisthus; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοινο-λεχής, ές, = κοινόλεκτρος; Soph. El. 97, vom Aegisthus; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευλεχής — εὐλεχής, ές (Α) εύλεκτρος* («εὐλεχέος θαλάμου», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λεχής (< λέχος), πρβλ. απειρο λεχής, κοινο λεχής κ.ά.] … Dictionary of Greek
θερειλεχής — θερειλεχής, ές (Α) αυτός που είναι κατάλληλος να ξαπλώσει κανείς στη σκιά του το καλοκαίρι («θερειλεχής πλάτανος», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρειος + λεχής (< λέχος), πρβλ. απειρο λεχής, κοινο λεχής] … Dictionary of Greek
νεηλεχής — νεηλεχής, ές (Μ) αυτός που νυμφεύθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)* + λεχής (< λέχος) πρβλ. κοινο λεχής, μονο λεχής. Το η τού τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
χαμαιλεχής — ές, Α χαμαιεύνης*, χαμαικοίτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + λεχής (< λέχος «κρεβάτι»), πρβλ. κοινο λεχής, ὀρει λεχής] … Dictionary of Greek
μονολεχής — μονολεχής, ιων. τ. μουνολεχής, ές (Α) μονόκοιτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + λεχής (< λέχος), πρβλ. κοινο λεχής] … Dictionary of Greek
ομολεχής — ὁμολεχής, ές (Α) ομόλεκτρος*, αυτός που κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι με κάποιον άλλο, σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + λεχής (< λέχος «κρεβάτι»), πρβλ. κοινο λεχής] … Dictionary of Greek
κοινολεχής — κοινολεχής, ές (AM) αυτός που έχει κοινό κρεβάτι με άλλον, συγκοιμώμενος, σύντροφος τού κρεβατιού, σύζυγος ή εραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + λεχής (< λέχος), πρβλ. ορει λεχής, πρωτο λεχής] … Dictionary of Greek