καθαρειότης

καθαρειότης

καθαρειότης, ητος, ἡ, = καϑαριότης, Eust.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καθαρειότης — καθαρειότης, ἡ (Α) βλ. καθαριότητα …   Dictionary of Greek

  • καθαρειότης — καθαριότης cleanly fem nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαριότητα — η (AM καθαριότης, Α και καθαρειότης) [καθάριος] 1. η ιδιότητα τού καθάριου, η πάστρα 2. παροιμ. «η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά» για να δηλωθεί πόσο σημαντικό είναι το να είναι κάποιος καθαρός αρχ. 1. διαύγεια («καθαρειότης του ἀέρος», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”