κροκο-βαφής

κροκο-βαφής

κροκο-βαφής, ές, dasselbe; χλαμύς Philostr. p. 888. – Auch σταγών, Aesch. Ag. 1092, vom bleich gewordenen Blute der Furchterfüllten.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιοβαφής — ές (Α ἰοβαφής, ές) αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, ο ιόχρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. κροκο βαφής, χρυσο βαφής]· …   Dictionary of Greek

  • υσγινοβαφής — ές / ὑσγινοβαφής, ές, ΝΜΑ 1. βαμμένος με ύσγινο 2. (κατ επέκτ.) αυτός που έχει ζωηρό κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσγινον* «είδος φυτικής βαφής» + βαφής (< βάπτω), πρβλ. κροκο βαφής] …   Dictionary of Greek

  • φοινικοβαφής — ές, Α φοινικόβαπτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. κροκο βαφής, πορφυρο βαφής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”