- μυράφιον
μυράφιον, τό, dim. von μύρον, Arr. Epict. 4, 9, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυράφιον, τό, dim. von μύρον, Arr. Epict. 4, 9, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυράφιον — μυράφιον, τὸ (Α) υποκορ. τού μύρον. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + υποκορ. κατάλ. άφιον (πρβλ. αργυρ άφιον, θηρ άφιον)] … Dictionary of Greek
μυραφίου — μυράφιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται βορειοανατολικά και κοντά στην Κυπαρισσία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπαρισσίας, * * * το (ΑΜ μύρον) κομμεορητίνη με ευχάριστο άρωμα η… … Dictionary of Greek