- ψευδο-πλάστης
ψευδο-πλάστης, ὁ, der Lügenschmied, Schol. Ar. Nub. 485.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψευδο-πλάστης, ὁ, der Lügenschmied, Schol. Ar. Nub. 485.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεροπλάστης — (I) και κηροπλάστης, ο αυτός που κατασκευάζει κεριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερί + πλάστης (< πλάστης < πλάσσω), πρβλ. αγγειο πλάστης, μυθο πλάστης]. (II) κεροπλάστης, ὁ (Α) αυτός που φτιάχνει τα μαλλιά πλεξίδες, κομμωτής, καλλωπιστής τής κόμης.… … Dictionary of Greek