χορ-ῳδός

χορ-ῳδός

χορ-ῳδός, im, zum Chore singend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεσμωδός — θεσμῳδός, ὁ (Α) αυτός που χορηγεί θεσμούς, αυτός που καθιερώνει νόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + ῳδός (< ῳδή), πρβλ. τραγ ῳδός, χορ ῳδός] …   Dictionary of Greek

  • θεσπιωδός — θεσπιῳδός και ποιητ. τ. θεσπιαοιδός, ὸν (Α) 1. (για πρόσωπα) αυτός που άδει μαντικά, που προφητεύει 2. φρ. «θεσπιῳδόν φόβον» φόβο που προκαλείται από δυσοίωνη προφητεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέσπις + ῳδός (< ῳδή), πρβλ. τραγ ῳδός, χορ ῳδός] …   Dictionary of Greek

  • κιθαρωδός — ό, ἡ (Α κιθαρωδός, ὁ, ἡ, ποιητ. τ. κιθαραοιδός, θηλ. και κιθαρωδίστρια) αυτός που παίζει κιθάρα και ταυτοχρόνως τραγουδά («ὡς κιθαρῳδῶν κιθαριζόντων ἐν ταῑς κιθάραις αὐτῶν», ΚΔ) αρχ. είδος ψαριού τής Ερυθράς Θάλασσας, κίθαρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • λινωδία — λινῳδία, ἡ (Α) η ωδή, το άσμα τού Λίνου*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λινῳδός < Λίνος + ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. κιθαρ ωδός, χορ ωδός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”