χορδο-στρόφος

χορδο-στρόφος

χορδο-στρόφος, Darmsaiten drehend, der Darmsaitendreher, Procl. paraphr. Ptolem.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νευροστρόφος — νευροστρόφος, ὁ (Α) αυτός που τεντώνει τις νευρές, τις χορδές μουσικού οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νευρά «χορδή» + στρόφος (< στρέφω), πρβλ. καλω στρόφος, χορδο στρόφος] …   Dictionary of Greek

  • σφενδονοστρόφος — ὁ, Μ αυτός που περιστρέφει σφενδόνη και ρίχνει λίθους με αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφενδόνη + στροφός (< στρέφω), πρβλ. χορδο στρόφος] …   Dictionary of Greek

  • κοιλιοστροφία — κοιλιοστροφία, ἡ (Α) κολικός τού εντέρου, οδυνηρή συστροφή τών εντέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + στροφία (< στρόφος < στρόφος < στρέφω), πρβλ. ποδο στροφία, χορδο στροφία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”