σαφήτωρ, ορος, ὁ, Erklärer, Deuter, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σαφήτωρ — explainer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαφήτωρ — ορος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «μάντις ἀληθής, μηνυτής, ἑρμηνευτής». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρλλ. εσφ. τ. τού ἀφήτωρ* «προφήτης»] … Dictionary of Greek