- στενο-κοίλιος
στενο-κοίλιος, engbäuchig, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στενο-κοίλιος, engbäuchig, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευρυκοίλιος — εὐρυκοίλιος, ον (Α) 1. (για τη δεξιά κοιλία τής καρδιάς) πολύ κοίλη 2. (για το τυφλό έντερο) με ευρείες κοιλότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + κοιλιος (< κοιλία), πρβλ. ευ κοίλιος, στενο κοίλιος] … Dictionary of Greek