πολύ-διψος

πολύ-διψος

πολύ-διψος, wonach man sehr durstet, Xenocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύδιψος — ον, Α αυτός που προκαλεί πολλή δίψα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + διψος (< δίψα), πρβλ. υπό διψος] …   Dictionary of Greek

  • υπέρδιψος — ον, Μ πάρα πολύ διψασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + διψος (< δίψα), πρβλ. πρόσ διψος, υπό διψος] …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”