- πολυ-δειράς
πολυ-δειράς, άδος, eigtl. mit vielen Hälfen; gew. von Gebirgen, mit vielen Berggipfeln, Ὄλυμπος, Il. 1, 499 u. oft; ὕδρα, Qu. Sm. 6, 212.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-δειράς, άδος, eigtl. mit vielen Hälfen; gew. von Gebirgen, mit vielen Berggipfeln, Ὄλυμπος, Il. 1, 499 u. oft; ὕδρα, Qu. Sm. 6, 212.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυδειράς — (I) ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλές προεξοχές, πολλές κορυφές («ἀκροτάτη κορυφῇ πολυδειράδος Οὐλύμποιο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δειράς, άδος «κορυφή»]. (II) ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλούς τραχήλους, πολλούς λαιμούς, πολυκέφαλος… … Dictionary of Greek
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek